- καναδέζικος
- -η, -οκαναδικός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < Καναδέζος < Καναδάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καναδέζικος — η, ο καναδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)